- ἀποκαπύω
- ἀποκᾰπύω, (v. καπνός)A breathe away, [tense] aor. 1 in tmesi, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν she gasped forth her life, Il.22.467, cf. Q.S.6.523.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποκαπύω — ἀποκαπύω (Α) εκπνέω («ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν» έχασε την πνοή της, λιποθύμησε, Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + καπύω «εκπνέω»] … Dictionary of Greek